Οι Τούρκοι έμειναν στη Παλιά Καβάλα έως το 1923, μετά την συνθήκη της Λωζάνης και την ανταλλαγή των πληθυσμών αποχώρησαν και το χωριό κατοικήθηκε πάλι από Έλληνες.
Οι νέοι κάτοικοι ήταν πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και την Μικρά Ασία, άνθρωποι προκομμένοι, που κατάφεραν να ορθοποδήσουν μέσα στη δύσκολη περίοδο του μεσοπολέμου και να ξεπεράσουν τα όσα προβλήματα, χάρις την εργατικότητα τους.
Μετά την έλευση των Ελλήνων, το χωριό ονομάστηκε Παλιά Καβάλα και αυτή την ονομασία διατηρεί έως σήμερα. Πρόκειται ουσιαστικά για μια παράφραση του Τούρκικου ονόματος, που αυτό με την σειρά του ήταν μια ‘’μετάφραση’’ του αρχαίου ονόματος ( Αρχαία Σκάβαλα -Eski Kavala – Παλιά Καβάλα).
Οι πρόσφυγες μπορεί να άφησαν πίσω τις περιουσίες και το βιός τους, έφεραν όμως τα ιερά σκεύη και τις άγιες εικόνες από τις εκκλησιές τους. Μια από αυτές είναι και η εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας, απ’ όπου πήρε το όνομα της και η εκκλησία του χωριού. Παραμονή δεκαπενταύγουστου που πανηγυρίζει ο ναός, πλήθος πιστών συρρέει στο χωριό για να εκκλησιασθεί και να παρακολουθήσει τη λιτάνευση της ιερής εικόνας. Ακολουθεί λαϊκή πανήγυρη, ένα έθιμο που έχει τις ρίζες του στο Γάνο της ανατολικής Θράκης.
Η νεότερη ιστορία της Παλιάς Καβάλας είναι συνυφασμένη με την ιστορία της ευρύτερης περιοχής. Γεγονότα όπως ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος , η Βουλγαρική κατοχή και ο εμφύλιος, άφησαν κι εδώ ανεξίτηλα τα ίχνη τους. Όσον αφορά την οικονομική δραστηριότητα των κατοίκων κατά τους χρόνους που ακολούθησαν, αυτή περιορίστηκε κυρίως στην γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ κάποιοι από αυτούς εργάστηκαν ως καπνεργάτες στα καπνομάγαζα της Καβάλας. Στο χωριό λειτουργούσαν επίσης αρκετοί νερόμυλοι οι οποίοι τροφοδοτούσαν με αλεύρι την ευρύτερη περιοχή. Από την δεκαετία του ’50 ξεκίνησε η μετανάστευση των νέων προς τα μεγάλα αστικά κέντρα και το εξωτερικό, με αποτέλεσμα να μειωθεί αισθητά ο πληθυσμός του χωριού.
Σήμερα η Παλιά Καβάλα αριθμεί περί τους 150 εγγεγραμμένους κατοίκους και ανήκει στο Δήμο Καβάλας.